Důstojenství v řečtině
Překlad: důstojenství, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: důstojenství
důstojenství antonyma, důstojenství gramatika, důstojenství křížovka, důstojenství pravopis, důstojenství synonymum, důstojenství jazykový slovník řečtina, důstojenství v řečtině
Překlady
- důrazný v řečtině - εμφατικός, εμφατική, εμφατικό, έμφαση, κατηγορηματική
- důsledek v řečtině - σημασία, συνέπεια, έκβαση, υπόνοια, επίπτωση, αποτέλεσμα, λόγω, ...
- důstojnost v řečtině - αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
- důstojník v řečtině - ταίρι, στέλεχος, φιλαράκος, ύπαρχος, αξιωματικός, ζευγαρώνω, υπάλληλος, ...
Náhodná slova
Důstojenství v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
Překlady: αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά