Důvěrně v řečtině
Překlad: důvěrně, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εμπιστευτικώς, εμπιστευτικά, εχεμύθεια, με εχεμύθεια, με εμπιστευτικό
Jiné jazyky
Příbuzná slova: důvěrně
dalí důvěrně, důvěrně a otevřeně o sexualitě, důvěrně antonyma, důvěrně gramatika, důvěrně křížovka, důvěrně jazykový slovník řečtina, důvěrně v řečtině
Překlady
- důvěrník v řečtině - έμπιστος, σίγουρος, διαχειριστής, θεματοφύλακας, έμπιστος φίλος, έμπιστο, στενός, ...
- důvěrný v řečtině - οικείος, αποπνιχτικός, ιδιαίτερος, κολλητός, ενδόμυχος, κοντά, στενός, ...
- důvěryhodnost v řečtině - αξιοπιστία, αξιοπιστίας, την αξιοπιστία, η αξιοπιστία, της αξιοπιστίας
- důvěřivost v řečtině - ευπιστία, την ευπιστία, ευπιστίας, ακρισίας
Náhodná slova
Důvěrně v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εμπιστευτικώς, εμπιστευτικά, εχεμύθεια, με εχεμύθεια, με εμπιστευτικό
Překlady: εμπιστευτικώς, εμπιστευτικά, εχεμύθεια, με εχεμύθεια, με εμπιστευτικό