Derivovat v řečtině
Překlad: derivovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
παράγομαι, προέρχομαι, αντλώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: derivovat
ako derivovat, derivovat antonyma, derivovat gramatika, derivovat křížovka, derivovat pravopis, derivovat jazykový slovník řečtina, derivovat v řečtině
Překlady
- derivace v řečtině - παραγωγό, παράγωγο, παραγώγου, παράγωγα, παραγώγων
- derivovaný v řečtině - παράγωγος, που προέρχονται, προέρχεται, που προέρχεται, προέρχονται, προερχόμενα
- deset v řečtině - δέκα, φροντίζω, από δέκα, δεκάδα
- desetiletí v řečtině - δεκαετία, δεκαετίες, δεκαετιών, και δεκαετίες, εδώ και δεκαετίες
Náhodná slova
Derivovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: παράγομαι, προέρχομαι, αντλώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
Překlady: παράγομαι, προέρχομαι, αντλώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει