Disciplinovat v řečtině
Překlad: disciplinovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: disciplinovat
disciplinovat antonyma, disciplinovat gramatika, disciplinovat křížovka, disciplinovat pravopis, disciplinovat synonymum, disciplinovat jazykový slovník řečtina, disciplinovat v řečtině
Překlady
- dirigent v řečtině - ηγέτης, αρχηγός, ηγεμόνας, ηγήτορας, αγωγός, μαέστρος, αγωγού, ...
- dirigovat v řečtině - ηγούμαι, φέρσιμο, καθοδηγώ, μόλυβδος, συμπεριφορά, διαγωγή, σκηνοθετώ, ...
- disciplinární v řečtině - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- disertace v řečtině - πραγματεία, διατριβή, διατριβής, διπλωματική εργασία, διπλωματικής εργασίας, τη διατριβή
Náhodná slova
Disciplinovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Překlady: πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία