Dobývat v řečtině

Překlad: dobývat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εκχύλισμα, νταμάρι, νάρκη, προμηθεύομαι, μεταλλείο, αποσπώ, αποκτώ, ορυχείο, ορυχείου, των ναρκών, η δική μου
Dobývat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: dobývat

dobývat antonyma, dobývat dobívat, dobývat gramatika, dobývat křížovka, dobývat nebe, dobývat jazykový slovník řečtina, dobývat v řečtině

Překlady

  • dobít v řečtině - τέλος, περατώνω, τελειώνω, τερματισμός, επαναφόρτιση, ανατροφοδότηση, επαναφόρτισης, ...
  • dobýt v řečtině - αιχμαλωτίζω, προμηθεύομαι, παίρνω, καταλαμβάνω, αποκτώ, κερδίζω, κατακτώ, ...
  • dobývání v řečtině - εργαζόμενος, λατομεία, λατομείων, λατομικές, εξόρυξη, λατομικές δραστηριότητες
  • dobře v řečtině - σωστός, ψιλή, πρόστιμο, αγαθός, αίθριος, πηγάδι, φίνος, ...
Náhodná slova
Dobývat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εκχύλισμα, νταμάρι, νάρκη, προμηθεύομαι, μεταλλείο, αποσπώ, αποκτώ, ορυχείο, ορυχείου, των ναρκών, η δική μου