Dochvilně v řečtině
Překlad: dochvilně, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
στην ώρα, εγκαίρως, στην ώρα του, εμπρόθεσμα, ώρα του
Jiné jazyky
Příbuzná slova: dochvilně
dochvilně antonyma, dochvilně gramatika, dochvilně křížovka, dochvilně pravopis, dochvilně synonymum, dochvilně jazykový slovník řečtina, dochvilně v řečtině
Překlady
- dochvilnost v řečtině - συνέπεια, ακρίβεια, την ακρίβεια, χρονική ακρίβεια, χρονική συνέπεια, η ακρίβεια
- dochvilný v řečtině - συνεπής, ακριβής, έγκαιρη, εμπρόθεσμη, ακριβή, συνεπείς
- docházet v řečtině - διαδραματίζω, συμβαίνω, θέρετρο, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό
- dodat v řečtině - προσθέτω, παρέχω, προμήθεια, εκφωνώ, χέρι, δίνω, επισυνάπτω, ...
Náhodná slova
Dochvilně v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: στην ώρα, εγκαίρως, στην ώρα του, εμπρόθεσμα, ώρα του
Překlady: στην ώρα, εγκαίρως, στην ώρα του, εμπρόθεσμα, ώρα του