Dohánět v řečtině
Překlad: dohánět, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πιάνω, αρπάζω, κερδίσουν, κερδίσει, αποκτήσουν, αποκτήσει, να αποκτήσουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: dohánět
dohánět antonyma, dohánět gramatika, dohánět křížovka, dohánět pravopis, dohánět synonymum, dohánět jazykový slovník řečtina, dohánět v řečtině
Překlady
- dohotovit v řečtině - ολοκληρώνω, περατώνω, ολόκληρος, τερματισμός, τελειώνω, τέλος, τελειώσω, ...
- dohromady v řečtině - ποδιά, συνολικός, μαζί, γενικός, εντελώς, κοινού, από κοινού, ...
- dohřát v řečtině - ζέστη, θερμαίνω, ζεσταίνω, συνέχεια, sequel, συνέπεια, συνέχεια του, ...
- dojednat v řečtině - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται
Náhodná slova
Dohánět v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πιάνω, αρπάζω, κερδίσουν, κερδίσει, αποκτήσουν, αποκτήσει, να αποκτήσουν
Překlady: πιάνω, αρπάζω, κερδίσουν, κερδίσει, αποκτήσουν, αποκτήσει, να αποκτήσουν