Dohodit v řečtině

Překlad: dohodit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
προμηθεύονται, προμήθεια, προμηθευτούν, την προμήθεια, προμηθευτεί
Dohodit v řečtině
Jiné jazyky

Příbuzná slova: dohodit

dohodit antonyma, dohodit gramatika, dohodit křížovka, dohodit pravopis, dohodit synonymum, dohodit jazykový slovník řečtina, dohodit v řečtině

Překlady

  • dohoda v řečtině - ετοιμασία, παζαρεύω, διεκπεραίωση, μοιράζω, συναλλαγή, σύμφωνο, σύμβαση, ...
  • dohodce v řečtině - χρηματομεσίτης, μεσίτης, χρηματιστής, έμπορος, Broker, μεσίτη, χρηματιστή, ...
  • dohodnout v řečtině - κοντά, αποπνιχτικός, προσβάλλομαι, συμβόλαιο, τελειώνω, προσαρμόζω, συστέλλομαι, ...
  • dohodnutý v řečtině - συμβατικός, συμβατικές, συμβατικό, συμβατικά, συμβατική
Náhodná slova
Dohodit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: προμηθεύονται, προμήθεια, προμηθευτούν, την προμήθεια, προμηθευτεί