Dojednat v řečtině

Překlad: dojednat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εγκαθίσταμαι, κανονίζω, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται
Dojednat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: dojednat

dojednat antonyma, dojednat gramatika, dojednat křížovka, dojednat pravopis, dojednat význam, dojednat jazykový slovník řečtina, dojednat v řečtině

Překlady

  • dohánět v řečtině - πιάνω, αρπάζω, κερδίσουν, κερδίσει, αποκτήσουν, αποκτήσει, να αποκτήσουν
  • dohřát v řečtině - ζέστη, θερμαίνω, ζεσταίνω, συνέχεια, sequel, συνέπεια, συνέχεια του, ...
  • dojednání v řečtině - τακτοποίηση, διευθέτηση, ετοιμασία, διακανονισμός, διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύτηκε, ...
  • dojem v řečtině - εντύπωση, αίσθημα, είδωλο, εικόνα, αίσθηση, εντύπωση που, εντυπώσεις
Náhodná slova
Dojednat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εγκαθίσταμαι, κανονίζω, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται