Dolehnout v řečtině
Překlad: dolehnout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ταιριάζω, συμβαίνουν, συμβούν, επέλθουν, να συμβούν
Jiné jazyky
Příbuzná slova: dolehnout
dolehnout antonyma, dolehnout gramatika, dolehnout křížovka, dolehnout pravopis, dolehnout synonymum, dolehnout jazykový slovník řečtina, dolehnout v řečtině
Překlady
- dolar v řečtině - δολάριο, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων, του δολαρίου
- dole v řečtině - κάτω, πούπουλο, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
- dolejší v řečtině - ταπεινώνω, χαμηλώνω, κάτω, ισόγειο, κάτω όροφο, στον κάτω όροφο, στο ισόγειο
- doletět v řečtině - φτάνω, έρχομαι, Πετώντας, που φέρουν, που πετούν, εταιρείες που πετούν, Ιπτάμενα
Náhodná slova
Dolehnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ταιριάζω, συμβαίνουν, συμβούν, επέλθουν, να συμβούν
Překlady: ταιριάζω, συμβαίνουν, συμβούν, επέλθουν, να συμβούν