Dospět v řečtině
Překlad: dospět, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
φτάνω, κατορθώνω, έρχομαι, φθάνω, επιτυγχάνω, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, μεγαλώσουν, μεγαλώσει, μεγαλώσω
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: dospět
chci dospět, dospět antonyma, dospět gramatika, dospět k závěru, dospět křížovka, dospět jazykový slovník řečtina, dospět v řečtině
Překlady
- dospělost v řečtině - ωριμότητα, ενηλικιότητα, ενηλικίωση, ενήλικη ζωή, την ενηλικίωση, ενήλικης ζωής
- dospělý v řečtině - μεστός, μεγάλος, ώριμος, ενήλικος, μεστώνω, ενήλικας, ωριμάζω, ...
- dost v řečtině - νισάφι, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
- dostat v řečtině - προμηθεύομαι, έχε, παίρνω, λαμβάνω, αποκτώ, πιάνω, αρπάζω, ...
Náhodná slova
Dospět v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: φτάνω, κατορθώνω, έρχομαι, φθάνω, επιτυγχάνω, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, μεγαλώσουν, μεγαλώσει, μεγαλώσω
Překlady: φτάνω, κατορθώνω, έρχομαι, φθάνω, επιτυγχάνω, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, μεγαλώσουν, μεγαλώσει, μεγαλώσω