Dovážet v řečtině
Překlad: dovážet, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: dovážet
co dovážet, dovážet antonyma, dovážet gramatika, dovážet křížovka, dovážet pravopis, dovážet jazykový slovník řečtina, dovážet v řečtině
Překlady
- dovádění v řečtině - κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, γιορτάσουμε
- dovádět v řečtině - διασκέδαση, έργο, τρέλες, παίζω, ευθυμία, παριστάνω, παιχνίδι, ...
- dovést v řečtině - διεξάγω, ακολουθία, αντεπεξέρχομαι, διαγωγή, καταφέρνω, γνωρίζω, συνοδεύω, ...
- dovézt v řečtině - εισάγω, φεριμπότ, παραδώσει, διατυπώνει, διατυπώνει τη, παρέχουν, προσφέρουν
Náhodná slova
Dovážet v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
Překlady: εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές