Dovozovat v řečtině

Překlad: dovozovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συμπεραίνομαι, προκαλώ, συμπεραίνω, τελειώνω, καταλήγω, συνάγω, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει
Dovozovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: dovozovat

dovozovat antonyma, dovozovat gramatika, dovozovat křížovka, dovozovat odvozovat, dovozovat pravopis, dovozovat jazykový slovník řečtina, dovozovat v řečtině

Překlady

  • dovoz v řečtině - χορήγηση, παρέχω, εισάγω, προμήθεια, παροχή, εισαγωγή, εισαγωγής, ...
  • dovozné v řečtině - ναύλος, φορτωτικών, ναύλου, ναύλου τον
  • dovršení v řečtině - ολοκλήρωση, διενέργεια, τελείωμα, στην Ολοκλήρωση, την Ολοκλήρωση, κορύφωση, Ολοκλήρωσης
  • dovršit v řečtině - καταφέρω, θήκη, κορώνα, επιτυγχάνω, στέμμα, κορόνα, πραγματοποιώ, ...
Náhodná slova
Dovozovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συμπεραίνομαι, προκαλώ, συμπεραίνω, τελειώνω, καταλήγω, συνάγω, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει