Dovršení v řečtině
Překlad: dovršení, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ολοκλήρωση, διενέργεια, τελείωμα, στην Ολοκλήρωση, την Ολοκλήρωση, κορύφωση, Ολοκλήρωσης
Jiné jazyky
Příbuzná slova: dovršení
dovršení 15 let, dovršení 18 let, dovršení 26 let, dovršení antonyma, dovršení cílové částky, dovršení jazykový slovník řečtina, dovršení v řečtině
Překlady
- dovozné v řečtině - ναύλος, φορτωτικών, ναύλου, ναύλου τον
- dovozovat v řečtině - συμπεραίνομαι, προκαλώ, συμπεραίνω, τελειώνω, καταλήγω, συνάγω, συναγάγει, ...
- dovršit v řečtině - καταφέρω, θήκη, κορώνα, επιτυγχάνω, στέμμα, κορόνα, πραγματοποιώ, ...
- dovršovat v řečtině - ολοκληρώνω, κορόνα, κορώνα, ολόκληρος, περατώνω, θήκη, στέμμα
Náhodná slova
Dovršení v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ολοκλήρωση, διενέργεια, τελείωμα, στην Ολοκλήρωση, την Ολοκλήρωση, κορύφωση, Ολοκλήρωσης
Překlady: ολοκλήρωση, διενέργεια, τελείωμα, στην Ολοκλήρωση, την Ολοκλήρωση, κορύφωση, Ολοκλήρωσης