Fixlovat v řečtině
Překlad: fixlovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ζαβολιάρης, φενακίζω, κλέβω, βιολί, βιολιού, fiddle, το βιολί, παιδεύεστε
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: fixlovat
fixlovat antonyma, fixlovat gramatika, fixlovat křížovka, fixlovat pravopis, fixlovat synonymum, fixlovat jazykový slovník řečtina, fixlovat v řečtině
Překlady
- fiskální v řečtině - δημοσιονομικός, δημοσιονομική, δημοσιονομικής, φορολογικών, φορολογικής
- fixace v řečtině - στερέωση, στερέωσης, σταθεροποίηση, υλική ενσωμάτωση, σύνδεσης του
- fixovat v řečtině - φτιάχνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
- fičet v řečtině - χτύπημα, φυσώ, σφυρίζω, whiz, θαύμα, σύριγμα, μάγος
Náhodná slova
Fixlovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ζαβολιάρης, φενακίζω, κλέβω, βιολί, βιολιού, fiddle, το βιολί, παιδεύεστε
Překlady: ζαβολιάρης, φενακίζω, κλέβω, βιολί, βιολιού, fiddle, το βιολί, παιδεύεστε