Hašení v řečtině

Překlad: hašení, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εξαφάνιση, αφανισμός, Πυροσβεστικά, καταπολέμηση της πυρκαγιάς, την καταπολέμηση της πυρκαγιάς, πυρόσβεση, πυρόσβεσης
Hašení v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: hašení

hašení antonyma, hašení co2, hašení elektrického zařízení pod napětím, hašení gramatika, hašení hořlavých plynů, hašení jazykový slovník řečtina, hašení v řečtině

Překlady

  • havěť v řečtině - ζωύφια, παρασίτων, vermin, επιβλαβή ζώα, ζωυφίων
  • hazardovat v řečtině - ρισκάρω, αποτολμώ, διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω, κίνδυνος, τζόγος, Gamble, ...
  • hašteřivý v řečtině - επιθετικός, μεμψίμοιρος, φιλοπόλεμος, εριστικός, γκρινιάρης, φιλόνικος, καβγατζής, ...
  • hašé v řečtině - χασίσι, hash, κατακερματισμού, κατατεμαχισμού, δίεσης
Náhodná slova
Hašení v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εξαφάνιση, αφανισμός, Πυροσβεστικά, καταπολέμηση της πυρκαγιάς, την καταπολέμηση της πυρκαγιάς, πυρόσβεση, πυρόσβεσης