Implikovat v řečtině
Překlad: implikovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
περιλαμβάνω, εμπλέκομαι, εμπλέκω, μπλέκω, υπονοώ, εμπλέκουν, ενοχοποιούν, εμπλέξει, εμπλέκει, εμπλέξουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: implikovat
aplikovat synonymum, implikovat anglicky, implikovat antonyma, implikovat cizí slova, implikovat gramatika, implikovat jazykový slovník řečtina, implikovat v řečtině
Překlady
- implicitní v řečtině - απουσία, αθετώ, αθέτηση, σιωπηρή, έμμεση, σιωπηρής, σιωπηρά, ...
- implikace v řečtině - υπόνοια, συνέπεια, υπαινιγμός, επιπτώσεις, επίπτωση, σιωπηρώς, εμμέσως
- imponovat v řečtině - επιβάλλω, εντυπωσιάσουν, εντυπωσιάσει, εντυπωσιάζουν, εντυπωσιάσετε, εντυπωσιάζει
- import v řečtině - εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
Náhodná slova
Implikovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: περιλαμβάνω, εμπλέκομαι, εμπλέκω, μπλέκω, υπονοώ, εμπλέκουν, ενοχοποιούν, εμπλέξει, εμπλέκει, εμπλέξουν
Překlady: περιλαμβάνω, εμπλέκομαι, εμπλέκω, μπλέκω, υπονοώ, εμπλέκουν, ενοχοποιούν, εμπλέξει, εμπλέκει, εμπλέξουν