Impotentní v řečtině
Překlad: impotentní, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ανίκανος, ανίκανη, αδύναμοι, ανίσχυρη, ανίκανοι
Jiné jazyky
Příbuzná slova: impotentní
impotentní antonyma, impotentní fotbal, impotentní gramatika, impotentní křížovka, impotentní manžel, impotentní jazykový slovník řečtina, impotentní v řečtině
Překlady
- imponovat v řečtině - επιβάλλω, εντυπωσιάσουν, εντυπωσιάσει, εντυπωσιάζουν, εντυπωσιάσετε, εντυπωσιάζει
- import v řečtině - εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
- impregnace v řečtině - κορεσμός, γονιμοποίηση, εμπότιση, εμποτισμού, εμποτισμό, εμποτισμός
- impregnovat v řečtině - μουσκεύω, εμποτίζω, εμποτισμό, τον εμποτισμό, εμποτισμό του, τον εμποτισμό του, εμποτισμός
Náhodná slova
Impotentní v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ανίκανος, ανίκανη, αδύναμοι, ανίσχυρη, ανίκανοι
Překlady: ανίκανος, ανίκανη, αδύναμοι, ανίσχυρη, ανίκανοι