Inklinovat v řečtině

Překlad: inklinovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
περιποιούμαι, άπαχος, γέρνω, ακουμπώ, κλίνω, επιμελούμαι, τείνουν, τάση, έχουν την τάση, την τάση, τείνει
Inklinovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: inklinovat

inklinovat antonyma, inklinovat gramatika, inklinovat křížovka, inklinovat pravopis, inklinovat synonymum, inklinovat jazykový slovník řečtina, inklinovat v řečtině

Překlady

  • inkasovat v řečtině - συλλέγω, μετρητά, εξαργυρώνω, χρήματα, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ...
  • inklinace v řečtině - τάση, ροπή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση
  • inkognito v řečtině - ινκόγκνιτο, ανώνυμης περιήγησης, ανώνυμη περιήγηση, ανώνυμο σερφάρισμα, για ανώνυμη περιήγηση
  • inkorporace v řečtině - ενσωμάτωση, ενσωμάτωσης, την ενσωμάτωση, ένταξη, ενσωμάτωσή
Náhodná slova
Inklinovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: περιποιούμαι, άπαχος, γέρνω, ακουμπώ, κλίνω, επιμελούμαι, τείνουν, τάση, έχουν την τάση, την τάση, τείνει