Integrální v řečtině
Překlad: integrální, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ακέραιος, ολοκλήρωμα, αναπόσπαστο, ενιαίο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένο
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: integrální
integrační vzorce, integrální andragogika, integrální antonyma, integrální antropologie, integrální bezpečnost staveb, integrální jazykový slovník řečtina, integrální v řečtině
Překlady
- integrita v řečtině - ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα
- integrovat v řečtině - ενσωμάτωση, ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ενσωματώνουν, ενσωματωθούν
- intelekt v řečtině - νοημοσύνη, φυλάξου, διάνοια, διάνοιας, διανόηση, πνεύματος, νόηση
- intelektualizovat v řečtině - διανοητικοποιήσετε, διανοητικοποιήσουν, να διανοητικοποιήσουν, σε διανοητικό, σε διανοητικό επίπεδο
Náhodná slova
Integrální v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ακέραιος, ολοκλήρωμα, αναπόσπαστο, ενιαίο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένο
Překlady: ακέραιος, ολοκλήρωμα, αναπόσπαστο, ενιαίο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένο