Intimita v řečtině
Překlad: intimita, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
οικειότητα, οικειότητας, την οικειότητα, η οικειότητα, της οικειότητας
Jiné jazyky
Příbuzná slova: intimita
intimita a duše ženy, intimita antonyma, intimita film, intimita gramatika, intimita křížovka, intimita jazykový slovník řečtina, intimita v řečtině
Překlady
- intervenovat v řečtině - παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
- intervenování v řečtině - μεσιτεία, μεσολάβηση, παρεμβαίνοντας, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, μεσολάβησαν, παρεμβαίνουσα
- intimnost v řečtině - οικειότητα, οικειότητας, την οικειότητα, η οικειότητα, της οικειότητας
- intimní v řečtině - ενδόμυχος, οικείος, στενός, κοντά, οικεία, οικείο, στενή, ...
Náhodná slova
Intimita v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: οικειότητα, οικειότητας, την οικειότητα, η οικειότητα, της οικειότητας
Překlady: οικειότητα, οικειότητας, την οικειότητα, η οικειότητα, της οικειότητας