Kaučuk v řečtině

Překlad: kaučuk, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
λαστιχένιος, γόμα, καουτσούκ, λάστιχο, ελαστικό, από καουτσούκ, ελαστικού
Kaučuk v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: kaučuk

kaučuk a.s, kaučuk anglicky, kaučuk antonyma, kaučuk chemie, kaučuk gramatika, kaučuk jazykový slovník řečtina, kaučuk v řečtině

Překlady

  • kauzalita v řečtině - αιτιότητα, αιτιότητας, την αιτιώδη συνάφεια, της αιτιώδους συνάφειας, την αιτιότητα
  • kauzální v řečtině - αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
  • kaučukovitý v řečtině - ελαστικός, ελαστική, ελαστικό, λαστιχένια, ελαστικής
  • kavalkáda v řečtině - έφιππη πομπή, έφιππη παρέλαση, πομπή, έφιππη, πομπή ιππέων
Náhodná slova
Kaučuk v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: λαστιχένιος, γόμα, καουτσούκ, λάστιχο, ελαστικό, από καουτσούκ, ελαστικού