Kauzální v řečtině
Překlad: kauzální, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
Jiné jazyky
Příbuzná slova: kauzální
kauzální antonyma, kauzální atribuce, kauzální gramatika, kauzální křížovka, kauzální léčba, kauzální jazykový slovník řečtina, kauzální v řečtině
Překlady
- kauce v řečtině - προσχώνω, ίζημα, εχέγγυο, επαναθέτω, αντίκρισμα, εγγύηση, εγγυώμαι, ...
- kauzalita v řečtině - αιτιότητα, αιτιότητας, την αιτιώδη συνάφεια, της αιτιώδους συνάφειας, την αιτιότητα
- kaučuk v řečtině - λαστιχένιος, γόμα, καουτσούκ, λάστιχο, ελαστικό, από καουτσούκ, ελαστικού
- kaučukovitý v řečtině - ελαστικός, ελαστική, ελαστικό, λαστιχένια, ελαστικής
Náhodná slova
Kauzální v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
Překlady: αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη