Kolísavý v řečtině
Překlad: kolísavý, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διστακτικός, ανερμάτιστος, ασταθής, μεταβλητός, διακυμάνσεις, κυμαινόμενες, κυμαινόμενης, κυμαινόμενη, διακύμανση
Jiné jazyky
Příbuzná slova: kolísavý
kolísavý antonyma, kolísavý gramatika, kolísavý krevní tlak, kolísavý krevní tlak léčba, kolísavý křížovka, kolísavý jazykový slovník řečtina, kolísavý v řečtině
Překlady
- kolísat v řečtině - κουνώ, ποικίλλω, πείθω, εναλλάσσω, λικνίζομαι, αυξομειώνω, σαλεύω, ...
- kolísavost v řečtině - μεταβλητότητα, μεταβλητότητας, πτητικότητα, αστάθεια των, αστάθειας των
- kolísání v řečtině - πείθω, διακύμανση, δόνηση, λικνίζομαι, παραλλαγή, ταλαντεύομαι, κραδασμός, ...
- kolíček v řečtině - γόμφος, καρφίτσα, πάσσαλος, PEG, γόμφο, πάσσαλο
Náhodná slova
Kolísavý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διστακτικός, ανερμάτιστος, ασταθής, μεταβλητός, διακυμάνσεις, κυμαινόμενες, κυμαινόμενης, κυμαινόμενη, διακύμανση
Překlady: διστακτικός, ανερμάτιστος, ασταθής, μεταβλητός, διακυμάνσεις, κυμαινόμενες, κυμαινόμενης, κυμαινόμενη, διακύμανση