Konfrontovat v řečtině

Překlad: konfrontovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αντιμετωπίζω, αντικρίζω, αντιμετωπίσουμε, αντιμετωπίσει, αναμετρηθούν, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίζουν
Konfrontovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: konfrontovat

konfrontovat abz, konfrontovat antonyma, konfrontovat gramatika, konfrontovat křížovka, konfrontovat někoho, konfrontovat jazykový slovník řečtina, konfrontovat v řečtině

Překlady

  • konformista v řečtině - συμμορφούμενος με τα καθεστώτα, κομφορμιστική, συμμορφούμενος με, κομφορμιστικό, κομφορμιστικά
  • konfrontace v řečtině - αντιμετώπιση, διαμάχη, αναμέτρηση, αντιπαράθεση, αντιπαράθεσης, σύγκρουση
  • konglomerát v řečtině - ετερογενών δραστηριοτήτων, ομίλου, ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων
  • kongregace v řečtině - εκκλησίασμα, σύναξη, συναγωγής, μαρτυρίου, συνάθροιση
Náhodná slova
Konfrontovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αντιμετωπίζω, αντικρίζω, αντιμετωπίσουμε, αντιμετωπίσει, αναμετρηθούν, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίζουν