Laický v řečtině
Překlad: laický, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κοσμικός, ξαπλώνω, στρώνω, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: laický
laický antonyma, laický breviář, laický defibrilátor, laický gramatika, laický křížovka, laický jazykový slovník řečtina, laický v řečtině
Překlady
- lahvička v řečtině - μπουκάλι, εμφιαλώνω, φιαλίδιο, φιάλη, φιαλιδίου, φιάλη που
- lahůdka v řečtině - λιχουδιά, λεπτότητα, έδεσμα, λιχουδιάς, ευαισθησία
- laik v řečtině - κοσμικός, ξένος, λαϊκός, απλή γλώσσα, εκλαϊκευμένη, κοινό πολίτη, layman
- lak v řečtině - βερνικώνω, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Náhodná slova
Laický v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κοσμικός, ξαπλώνω, στρώνω, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει
Překlady: κοσμικός, ξαπλώνω, στρώνω, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει