Měřítko v řečtině

Překlad: měřítko, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
λέπι, μετρώ, εκτιμώ, αναλογία, υπολογίζω, τιμή, μετρητής, μέτρο, κλίμακα, κλιμάκωση, κλίμακας, μέγεθος, ζυγαριά
Měřítko v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: měřítko

měřítko 1 50, měřítko antonyma, měřítko autocad, měřítko gramatika, měřítko h0, měřítko jazykový slovník řečtina, měřítko v řečtině

Překlady

  • měřitelný v řečtině - μετρήσιμη, μετρήσιμο, μετρήσιμα, μετρήσιμους, μετρήσιμες
  • měřič v řečtině - τοπογράφος, μετρητής, μέτρο, μετρητή, μέτρων, μέτρου
  • měšec v řečtině - σακούλα, πορτοφόλι, τσέπη, απολύω, θύλακας, γρι, τσάντα, ...
  • měšťan v řečtině - αστός, συμπολίτης, αστού, κάτοικος πόλης και, κάτοικος πόλης
Náhodná slova
Měřítko v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: λέπι, μετρώ, εκτιμώ, αναλογία, υπολογίζω, τιμή, μετρητής, μέτρο, κλίμακα, κλιμάκωση, κλίμακας, μέγεθος, ζυγαριά