Mořit v řečtině
Překlad: mořit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ανησυχώ, καταναλώνω, λεκιάζω, έννοια, κηλίδα, μουσκεύω, ισχναίνω, μαραίνω, μούσκευμα, να μουσκέψουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: mořit
jak mořit, mořit antonyma, mořit dřevo, mořit gramatika, mořit křížovka, mořit jazykový slovník řečtina, mořit v řečtině
Překlady
- moře v řečtině - θάλασσα, πέλαγος, στη θάλασσα, θάλασσας, θαλάσσια, θαλάσσιες
- mořeplavec v řečtině - ναυτίλος, αεροναυτίλος, πλοηγός, Navigator, πλοηγό, πλοηγού, θαλασσοπόρος
- mořský v řečtině - πέλαγος, θάλασσα, θαλάσσιος, ναυτικός, πεζοναύτης, θαλάσσια, θαλάσσιο, ...
- mošna v řečtině - πορτοφόλι, θύλακας, σακούλα, γραπτό, scrip, Σκριπ, δοπρ, ...
Náhodná slova
Mořit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ανησυχώ, καταναλώνω, λεκιάζω, έννοια, κηλίδα, μουσκεύω, ισχναίνω, μαραίνω, μούσκευμα, να μουσκέψουν
Překlady: ανησυχώ, καταναλώνω, λεκιάζω, έννοια, κηλίδα, μουσκεύω, ισχναίνω, μαραίνω, μούσκευμα, να μουσκέψουν