Mobilizovat v řečtině
Překlad: mobilizovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κινητοποιήσει, κινητοποιήσουν, κινητοποιήσουμε, κινητοποιούν, κινητοποιεί
Jiné jazyky
Příbuzná slova: mobilizovat
mobilizovat antonyma, mobilizovat gramatika, mobilizovat křížovka, mobilizovat pravopis, mobilizovat slovník cizích slov, mobilizovat jazykový slovník řečtina, mobilizovat v řečtině
Překlady
- mobilita v řečtině - κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, Η κινητικότητα, Mobility
- mobilizace v řečtině - κινητοποίηση, κινητοποίησης, την κινητοποίηση, συγκέντρωσης, συγκέντρωση
- mobilní v řečtině - κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών
- moc v řečtině - αυθεντία, κυριότερος, εξουσία, λικνίζομαι, πείθω, δύναμη, κύρος, ...
Náhodná slova
Mobilizovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κινητοποιήσει, κινητοποιήσουν, κινητοποιήσουμε, κινητοποιούν, κινητοποιεί
Překlady: κινητοποιήσει, κινητοποιήσουν, κινητοποιήσουμε, κινητοποιούν, κινητοποιεί