Nález v řečtině
Překlad: nález, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
βρίσκω, ανεύρεση, εύρημα, πόρισμα, εύρεση, διαπίστωση, διαπιστώσεως
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: nález
nález antonyma, nález gramatika, nález křížovka, nález mincí, nález munice, nález jazykový slovník řečtina, nález v řečtině
Překlady
- nálev v řečtině - έγχυμα, έγχυση, έγχυσης, εγχύσεως, την έγχυση, της έγχυσης
- nálevka v řečtině - φουγάρο, χωνί, σήραγγα, τούνελ, κρατήρας, χοάνη, χοάνης, ...
- nálezce v řečtině - Finder, εύρεσης, ανιχνευτής, σκόπευτρο, εργαλείο εύρεσης
- náležet v řečtině - σχετίζομαι, ανήκω, ανήκουν, ανήκει, να ανήκουν, υπάγονται
Náhodná slova
Nález v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: βρίσκω, ανεύρεση, εύρημα, πόρισμα, εύρεση, διαπίστωση, διαπιστώσεως
Překlady: βρίσκω, ανεύρεση, εύρημα, πόρισμα, εύρεση, διαπίστωση, διαπιστώσεως