Násobitel v řečtině
Překlad: násobitel, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πολλαπλασιαστής, πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιαστικά, πολλαπλασιαστικού
Jiné jazyky
Příbuzná slova: násobitel
násobek násobitel, násobitel antonyma, násobitel elektroměru, násobitel gramatika, násobitel křížovka, násobitel jazykový slovník řečtina, násobitel v řečtině
Překlady
- násobení v řečtině - αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμός, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, τον πολλαπλασιασμό, του πολλαπλασιασμού
- násobit v řečtině - πολλαπλασιάζω, πολλαπλός, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
- násoska v řečtině - κορόιδο, sucker, βεντούζα, το κορόιδο, ρούφηξα
- nástavec v řečtině - έκταση, επέκταση, προέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
Náhodná slova
Násobitel v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πολλαπλασιαστής, πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιαστικά, πολλαπλασιαστικού
Překlady: πολλαπλασιαστής, πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιαστικά, πολλαπλασιαστικού