Naříznout v řečtině
Překlad: naříznout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εγχάρακτη, τέμνεται, εγχάρακτες, τέμνονται, εγχάρακτα
Jiné jazyky
Příbuzná slova: naříznout
naříznout antonyma, naříznout gramatika, naříznout křížovka, naříznout pravopis, naříznout synonymum, naříznout jazykový slovník řečtina, naříznout v řečtině
Překlady
- naříkavý v řečtině - αξιοθρήνητος, θρηνώδης, θρηνητικός, παραπονετικός, παραπονιάρικος, λυπητερός
- nařízení v řečtině - παραγγέλλω, κυρίαρχος, διορισμός, νομοθεσία, ρύθμιση, ορισμός, προσταγή, ...
- naříznutí v řečtině - εγκοπή, τομή, εγχάραξης, εγχάραξη, τομή μιας, εντομή
- nařčení v řečtině - καταγγελία, φροντίδα, κατηγορία, ισχυρισμοί, ισχυρισμούς, ισχυρισμών, καταγγελίες, ...
Náhodná slova
Naříznout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εγχάρακτη, τέμνεται, εγχάρακτες, τέμνονται, εγχάρακτα
Překlady: εγχάρακτη, τέμνεται, εγχάρακτες, τέμνονται, εγχάρακτα