Nařknout v řečtině
Překlad: nařknout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
Jiné jazyky
Příbuzná slova: nařknout
nařknout antonyma, nařknout gramatika, nařknout křížovka, nařknout pravopis, nařknout synonymum, nařknout jazykový slovník řečtina, nařknout v řečtině
Překlady
- načrtnutí v řečtině - οριοθετηθούν, Delineate, σκιαγραφούν, οριοθετεί, οριοθέτηση
- načít v řečtině - αρχίζω, αρχή, ξεκίνημα, ξεκινώ, καρφίτσα, Broach, γλύφανο, ...
- nařídit v řečtině - παραγγέλλω, απόπειρα, υπαγορεύω, εντολή, καθορισμένος, τοποθετώ, διατάσσω, ...
- naříkat v řečtině - πενθώ, θρηνώ, οδυρμός, τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, παραπονιέμαι, ...
Náhodná slova
Nařknout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
Překlady: κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν