Naklížit v řečtině
Překlad: naklížit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μαστίχα, να κολληθούν, να είναι κολλημένα, είναι κολλημένα, να κολληθεί, πρέπει να είναι κολλημένα
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: naklížit
naklížit antonyma, naklížit gramatika, naklížit křížovka, naklížit pravopis, naklížit synonymum, naklížit jazykový slovník řečtina, naklížit v řečtině
Překlady
- naklánět v řečtině - γέρνω, ανάχωμα, κλίνω, όχθη, ακουμπώ, τράπεζα, άπαχος, ...
- naklást v řečtině - ξαπλώνω, κοσμικός, στρώνω, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, ...
- nakonec v řečtině - τελικά, ενδεχομένως, τελικά να, τελικώς, τέλει
- nakreslit v řečtině - σκιαγράφηση, υπόλειμμα, ρυτίδα, διατυπώνω, ανακαλύπτω, ζωγραφίζω, επενδύω, ...
Náhodná slova
Naklížit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μαστίχα, να κολληθούν, να είναι κολλημένα, είναι κολλημένα, να κολληθεί, πρέπει να είναι κολλημένα
Překlady: μαστίχα, να κολληθούν, να είναι κολλημένα, είναι κολλημένα, να κολληθεί, πρέπει να είναι κολλημένα