Namáhavý v řečtině

Překlad: namáhavý, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
επίπονος, σκληρός, αλγεινός, βαρύς, ανήφορος, επαχθής, δύσκολος, οδυνηρός, έντονος, ανηφορικός, κοπιώδης, επίπονο, επίπονη, κοπιαστική
Namáhavý v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: namáhavý

namáhavý antonyma, namáhavý gramatika, namáhavý křížovka, namáhavý pravopis, namáhavý synonymum, namáhavý jazykový slovník řečtina, namáhavý v řečtině

Překlady

  • namyšlenost v řečtině - έπαρση, αλαζονεία, υπεροψία, υπεροπτικότης, υπεροπτικότητα, αλαζονείας
  • namáhat v řečtině - διηθώ, ζόρι, αγώνας, αγωνίζομαι, τεντώνω, στραμπουλίζω, τράβηγμα, ...
  • namáčení v řečtině - Το μούλιασμα, Η ενυδάτωση, Εμποτισμός, Διαποτισμός, μούλιασμα
  • namáčet v řečtině - βρέχω, μουσκεύω, εμποτίζω, απότομος, απόκρημνος, απότομη, απότομες, ...
Náhodná slova
Namáhavý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: επίπονος, σκληρός, αλγεινός, βαρύς, ανήφορος, επαχθής, δύσκολος, οδυνηρός, έντονος, ανηφορικός, κοπιώδης, επίπονο, επίπονη, κοπιαστική