Narůst v řečtině
Překlad: narůst, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αυξάνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι, προστίθεμαι, προκύπτω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: narůst
narůst antonyma, narůst dlouhé vlasy, narůst gramatika, narůst knír, narůst křížovka, narůst jazykový slovník řečtina, narůst v řečtině
Překlady
- narážka v řečtině - υποδηλώνω, νύξη, υπαινιγμός, υπαινιγμό, υπαινιγμούς, συνειρμός
- narýsovat v řečtině - σκίτσο, επισύρω, τραβώ, σκιαγραφώ, ζωγραφίζω, διατυπώνω, σκιαγράφηση, ...
- narůstat v řečtině - προστίθεμαι, συσσωρεύω, μεγαλώνω, κερί, προκύπτω, ορθώνομαι, ανατέλλω, ...
- narůstání v řečtině - πρόσφυση, ανάπτυξη, όγκος, προσαύξηση, εξέλιξη, συσσώρευση, τη συσσώρευση, ...
Náhodná slova
Narůst v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αυξάνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι, προστίθεμαι, προκύπτω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Překlady: αυξάνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι, προστίθεμαι, προκύπτω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει