Nauhličovat v řečtině
Překlad: nauhličovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
τσιμέντο, μπετό, λάσπη, carburized, ενανθρακωθεί, ενανθράκωση, ανθρακώνεται, ανθρακώνεται στη
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: nauhličovat
nauhličovat antonyma, nauhličovat gramatika, nauhličovat křížovka, nauhličovat pravopis, nauhličovat synonymum, nauhličovat jazykový slovník řečtina, nauhličovat v řečtině
Překlady
- natřást v řečtině - σαλεύω, κουνώ, ξετινάζω, ταρακουνήσει, ταρακουνήσει την, να ταρακουνήσει, ταρακουνήσουν
- natřít v řečtině - παλτό, βάφω, φράκτης, πλέκω
- nauka v řečtině - επιστήμη, επιστήμης, την επιστήμη, της επιστήμης, η επιστήμη
- navařit v řečtině - κατασκευάζω, μάγειρας, μαγειρεύω, κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, συγκόλληση, ...
Náhodná slova
Nauhličovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: τσιμέντο, μπετό, λάσπη, carburized, ενανθρακωθεί, ενανθράκωση, ανθρακώνεται, ανθρακώνεται στη
Překlady: τσιμέντο, μπετό, λάσπη, carburized, ενανθρακωθεί, ενανθράκωση, ανθρακώνεται, ανθρακώνεται στη