Navíjet v řečtině
Překlad: navíjet, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μηχανάκι, πηνίο, κουλούρα, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: navíjet
navíjet antonyma, navíjet gramatika, navíjet křížovka, navíjet pravopis, navíjet synonymum, navíjet jazykový slovník řečtina, navíjet v řečtině
Překlady
- navázat v řečtině - καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
- navážka v řečtině - ανάχωμα, το τμήμα, το μέρος, το τμήμα που, το τμήμα του, κατά το τμήμα
- navýsost v řečtině - εξαιρετικά, ανώτατα, άκρως, κατεξοχήν, υπέρτατα
- navěsit v řečtině - απαγχονίζω
Náhodná slova
Navíjet v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μηχανάκι, πηνίο, κουλούρα, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί
Překlady: μηχανάκι, πηνίο, κουλούρα, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί