Navařit v řečtině

Překlad: navařit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κατασκευάζω, μάγειρας, μαγειρεύω, κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, συγκόλληση, συγκόλλησης, συγκολλήσεως, συγκολλήσεων, κόλληση
Navařit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: navařit

co uvařit, navařit antonyma, navařit gramatika, navařit křížovka, navařit pravopis, navařit jazykový slovník řečtina, navařit v řečtině

Překlady

  • nauhličovat v řečtině - τσιμέντο, μπετό, λάσπη, carburized, ενανθρακωθεί, ενανθράκωση, ανθρακώνεται, ...
  • nauka v řečtině - επιστήμη, επιστήμης, την επιστήμη, της επιστήμης, η επιστήμη
  • naverbovat v řečtině - εξασφαλίζω, εντάσσω, κατατάσσομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, ...
  • navigace v řečtině - πλεύση, ναυτιλία, πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, την πλοήγηση
Náhodná slova
Navařit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κατασκευάζω, μάγειρας, μαγειρεύω, κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, συγκόλληση, συγκόλλησης, συγκολλήσεως, συγκολλήσεων, κόλληση