Naverbovat v řečtině
Překlad: naverbovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εξασφαλίζω, εντάσσω, κατατάσσομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Jiné jazyky
Příbuzná slova: naverbovat
naverbovat antonyma, naverbovat gramatika, naverbovat křížovka, naverbovat pravopis, naverbovat synonymum, naverbovat jazykový slovník řečtina, naverbovat v řečtině
Překlady
- nauka v řečtině - επιστήμη, επιστήμης, την επιστήμη, της επιστήμης, η επιστήμη
- navařit v řečtině - κατασκευάζω, μάγειρας, μαγειρεύω, κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, συγκόλληση, ...
- navigace v řečtině - πλεύση, ναυτιλία, πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, την πλοήγηση
- navigátor v řečtině - ναυτίλος, αεροναυτίλος, πλοηγός, Navigator, πλοηγό, πλοηγού, θαλασσοπόρος
Náhodná slova
Naverbovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εξασφαλίζω, εντάσσω, κατατάσσομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Překlady: εξασφαλίζω, εντάσσω, κατατάσσομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση