Navršit v řečtině

Překlad: navršit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
στοιβάδα, τρέχουν, τρέξει, τρέχει, εκτελέσετε, το οργανωμένο
Navršit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: navršit

navršit antonyma, navršit gramatika, navršit křížovka, navršit pravopis, navršit synonymum, navršit jazykový slovník řečtina, navršit v řečtině

Překlady

  • navrácení v řečtině - επιστρέφω, επιστροφή, γυρίζω, επαναφορά, αναπαλαίωση, αποκατάσταση, αποκατάστασης, ...
  • navrátit v řečtině - γυρίζω, ανακτώ, επιστροφή, αναστηλώνω, αποκαθιστώ, επιστρέφω, απόδοση, ...
  • navyknout v řečtině - συνηθίζω, εξοικειώνω, εξοικειώνομαι, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
  • navzájem v řečtině - ο ένας τον άλλον, μεταξύ τους, ένας τον άλλον, ένας τον άλλο, ο ένας τον άλλο
Náhodná slova
Navršit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: στοιβάδα, τρέχουν, τρέξει, τρέχει, εκτελέσετε, το οργανωμένο