Neurvalý v řečtině

Překlad: neurvalý, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αγροίκος, βάρβαρος, κτηνώδης, θηριώδης, αγενής, άγριος, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, στριμμένος, κατσούφηδες
Neurvalý v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: neurvalý

neurvalý antonyma, neurvalý gramatika, neurvalý křížovka, neurvalý pravopis, neurvalý slovník, neurvalý jazykový slovník řečtina, neurvalý v řečtině

Překlady

  • neupřímný v řečtině - ανειλικρινής, ανειλικρινείς, ανειλικρινή, ανειλικρινές, είναι ανειλικρινής
  • neurastenie v řečtině - νευρασθένεια, νευρασθένειας, τη νευρασθένεια, της νευρασθένειας, νευρασθενειών
  • neurčitost v řečtině - αβεβαιότητα, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα
  • neurčitý v řečtině - ομιχλώδης, αβέβαιος, αμυδρός, θαμπός, αμφίβολος, θολωμένος, διστακτικός, ...
Náhodná slova
Neurvalý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αγροίκος, βάρβαρος, κτηνώδης, θηριώδης, αγενής, άγριος, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, στριμμένος, κατσούφηδες