Nutkavý v řečtině
Překlad: nutkavý, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
άμεσος, επείγων, παθολογικός, καταπιεστικός, πιεστικός, ψυχαναγκαστική, καταναγκαστική
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: nutkavý
nutkavý antonyma, nutkavý gramatika, nutkavý kašel, nutkavý křížovka, nutkavý pocit močenia, nutkavý jazykový slovník řečtina, nutkavý v řečtině
Překlady
- nuncius v řečtině - Αγγελιαφόρος, Αγγελιαφόρου, του Αγγελιαφόρου
- nutit v řečtině - δύναμη, πειθαναγκάζω, παρακινώ, υποχρεώνω, παροτρύνω, παρόρμηση, βία, ...
- nutkání v řečtině - ορμή, προτρέπω, παροτρύνω, παροτρύνει, έκκληση, παροτρύνουμε
- nutnost v řečtině - αναγκαίος, ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε
Náhodná slova
Nutkavý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: άμεσος, επείγων, παθολογικός, καταπιεστικός, πιεστικός, ψυχαναγκαστική, καταναγκαστική
Překlady: άμεσος, επείγων, παθολογικός, καταπιεστικός, πιεστικός, ψυχαναγκαστική, καταναγκαστική