Oblehnout v řečtině
Překlad: oblehnout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, πολιορκώ, πολιορκία, επενδύω, πιέζω, πολιορκούν, πολιορκήσει, πολιορκήσουν, πολιορκήσει την
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: oblehnout
oblehnout antonyma, oblehnout gramatika, oblehnout křížovka, oblehnout pravopis, oblehnout synonymum, oblehnout jazykový slovník řečtina, oblehnout v řečtině
Překlady
- oblačný v řečtině - συννεφιασμένος, νεφελώδης, θολό, συννεφιασμένο, νεφελώδες
- oblažit v řečtině - ευφροσύνη, ηδονή, εντρυφώ, χαρά
- oblek v řečtině - βολεύω, αρμόζω, φόρεμα, κοστούμι, ντύνω, ντύνομαι, εξοπλισμός, ...
- obletět v řečtině - καταφέρνω, να παρακάμψουν, να παρακάμψει, να παρακαμφθεί, παρακαμφθεί
Náhodná slova
Oblehnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, πολιορκώ, πολιορκία, επενδύω, πιέζω, πολιορκούν, πολιορκήσει, πολιορκήσουν, πολιορκήσει την
Překlady: εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, πολιορκώ, πολιορκία, επενδύω, πιέζω, πολιορκούν, πολιορκήσει, πολιορκήσουν, πολιορκήσει την