Obměkčit v řečtině
Překlad: obměkčit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: obměkčit
jak obměkčit, obměkčit antonyma, obměkčit gramatika, obměkčit křížovka, obměkčit pravopis, obměkčit jazykový slovník řečtina, obměkčit v řečtině
Překlady
- oblíbenec v řečtině - αγαπημένος, αγαπημένο, αγαπημένη, το αγαπημένο, αγαπημένες, τα αγαπημένα
- oblíbený v řečtině - αγαπημένος, θωπεύω, αγαπημένο, αγαπημένη, το αγαπημένο, αγαπημένες, τα αγαπημένα
- obměna v řečtině - παραλλαγή, μετάθεση, μετάθεσης, μεταλλαγή, αντιμετάθεσης, αντιμετάθεση
- obnažený v řečtině - γυμνός, τσίτσιδος, εκτεθειμένος, εκτίθενται, εκτίθεται, εκτεθεί, εκτεθειμένη
Náhodná slova
Obměkčit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
Překlady: μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει