Obsazovat v řečtině
Překlad: obsazovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κατάσχω, καταλαμβάνω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: obsazovat
obsahovat synonymum, obsazovat antonyma, obsazovat gramatika, obsazovat křížovka, obsazovat pravopis, obsazovat jazykový slovník řečtina, obsazovat v řečtině
Překlady
- obsazení v řečtině - επάγγελμα, κατάληψη, κατοχή, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ...
- obsazený v řečtině - γεμάτος, ολικός, πλήρης, μεστός, κατειλημμένος, καταλαμβάνεται, κατεχόμενα, ...
- obsažný v řečtině - αξιόλογος, ουσιαστικός, στερεός, αρκετός, άφθονος, ολοκληρωμένη, περιεκτική, ...
- obscénnost v řečtině - αισχρότητα, αισχρότης, βωμολοχία, αισχρολογία, αισχρολογίας
Náhodná slova
Obsazovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κατάσχω, καταλαμβάνω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
Překlady: κατάσχω, καταλαμβάνω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει