Obtížit v řečtině
Překlad: obtížit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
φορτίο, γεμίζω, φορτίζω, βάρος, ζαλίκι, φορτώνω, εμποδίζω, επιβαρύνω, παραφορτώνω, παρεμποδίζω, επιβαρύνει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: obtížit
obtížit antonyma, obtížit gramatika, obtížit křížovka, obtížit pravopis, obtížit synonymum, obtížit jazykový slovník řečtina, obtížit v řečtině
Překlady
- obtékat v řečtině - ρέω, ροή, Wraps, αναδιπλώνει, αναδιπλώνεται, περιτυλίξεις, περικαλύμματα
- obtíž v řečtině - δένω, ταλαιπωρία, μπελάς, κόμβος, φιόγκος, ενόχληση, ενοχλώ, ...
- obtížnost v řečtině - δυσκολία, δυσχέρεια, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών
- obtížný v řečtině - άβολος, φορτικός, σκληρός, ανηφορικός, δύσκολος, ανήφορος, επαχθής, ...
Náhodná slova
Obtížit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: φορτίο, γεμίζω, φορτίζω, βάρος, ζαλίκι, φορτώνω, εμποδίζω, επιβαρύνω, παραφορτώνω, παρεμποδίζω, επιβαρύνει
Překlady: φορτίο, γεμίζω, φορτίζω, βάρος, ζαλίκι, φορτώνω, εμποδίζω, επιβαρύνω, παραφορτώνω, παρεμποδίζω, επιβαρύνει