Odříci v řečtině

Překlad: odříci, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ακυρώνω, υπαναχωρώ, αποσύρω, υπαναχωρώ., αναιρώ, παλινωδώ, αποκηρύσσω, αναιρέσει τις απόψεις του, αποκηρύξουν την
Odříci v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: odříci

odříci antonyma, odříci gramatika, odříci křížovka, odříci pravopis, odříci synonymum, odříci jazykový slovník řečtina, odříci v řečtině

Překlady

  • odření v řečtině - φθορά, τριβή, εκδορά, εκδοράς, εκδορές, η εκδορά
  • odřezávat v řečtině - φέτα, συμπτυχθεί, περιστολή, περικοπή, η περιστολή, οποιοσδήποτε περιορισμός
  • odříct v řečtině - αρνούνται να, να αρνηθεί να, αρνηθεί να, αρνηθούν να, να αρνηθεί την
  • odříkavý v řečtině - ασκητικός, αποποιήθηκαν, παραιτηθεί, αποποιηθεί, αποποίησης, παραιτήθηκε από
Náhodná slova
Odříci v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ακυρώνω, υπαναχωρώ, αποσύρω, υπαναχωρώ., αναιρώ, παλινωδώ, αποκηρύσσω, αναιρέσει τις απόψεις του, αποκηρύξουν την