Odejmout v řečtině
Překlad: odejmout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αποσύρω, ξεκόβω, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, ακρωτηριάζω, αφαιρώ, πάρει, πάρει μακριά, πάρει μαζί, να πάρει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: odejmout
odejmout antonyma, odejmout gramatika, odejmout křížovka, odejmout pravopis, odejmout synonymum, odejmout jazykový slovník řečtina, odejmout v řečtině
Překlady
- oddělování v řečtině - χωρίστρα, χωρισμός, διαχωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, χωρισμού
- odebrat v řečtině - υπαναχωρώ, υπαναχωρώ., μετακομίζω, αποσύρομαι, αποσύρω, λαμβάνει, να λάβει, ...
- odejít v řečtině - φεύγω, παρατάω, παραιτούμαι, αποσύρομαι, έξοδος, άδεια, φύγω, ...
- odemknout v řečtině - ανοίγω, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοικτός, ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ...
Náhodná slova
Odejmout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αποσύρω, ξεκόβω, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, ακρωτηριάζω, αφαιρώ, πάρει, πάρει μακριά, πάρει μαζί, να πάρει
Překlady: αποσύρω, ξεκόβω, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, ακρωτηριάζω, αφαιρώ, πάρει, πάρει μακριά, πάρει μαζί, να πάρει