Odložit v řečtině

Překlad: odložit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
καθυστέρηση, απορρίπτω, μετακομίζω, αναστολή, κρεμώ, αναβάλλω, μένω, καθυστερώ, επιβραδύνω, αναστέλλω, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Odložit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: odložit

odložit ad acta, odložit antonyma, odložit boa, odložit gramatika, odložit křížovka, odložit jazykový slovník řečtina, odložit v řečtině

Překlady

  • odloučit v řečtině - απομονώνω, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, αποξενώνω, χωριστός, αποσυνδέω, αλλοτριώνω, ...
  • odložení v řečtině - αναβολή, αναβολής, την αναβολή, μετάθεση, η αναβολή
  • odluka v řečtině - διαχωρισμός, διακοπή, χωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, χωρισμού
  • odlučitelný v řečtině - διαχωριζόμενα, να διαχωριστούν, διαχωρίσιμο, διαχωρίσιμα, διαχωρισθούν
Náhodná slova
Odložit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: καθυστέρηση, απορρίπτω, μετακομίζω, αναστολή, κρεμώ, αναβάλλω, μένω, καθυστερώ, επιβραδύνω, αναστέλλω, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως